κυνήποδες

κυνήποδες
οι (Α κυνήποδες, Μ κυνόποδες)
οι αρθρώσεις τών ποδιών τού ίππου μεταξύ τού πήχεως και τού μεσοκυνίου, κν. πουλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)-* + -πόδες (< πούς), πρβλ. ιππό-ποδες, κονιορτό-ποδες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυνήποδες — fetlocks masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηπόδων — κυνήποδες fetlocks masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήποδας — κυνήποδες fetlocks masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοβάτης — κυνοβάτης, ὁ (AM) ίππος, ή και όνος, που εκτείνει τους κυνήποδες μπροστά και που έχει απαλό και ανάλαφρο βάδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, σχοινο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • ՇՆԱԿԱՔԻՔ — (քեաց.) NBH 2 0481 Chronological Sequence: 10c ա. κυνήποδες cynopedices. Ունօղք աքս կամ աքեացս՝ այսինքն ոտս՝ նման շան. *Արք վեցոտեայք, եւ փոկոտունք, եւ շնակաքօք (կամ շնակաքիք). Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”